- ἁμιλλῶμαι
- ἁμιλλάομαιcompetepres subj mp 1st sg (attic epic ionic)ἁμιλλάομαιcompetepres ind mp 1st sgἁμιλλάομαιcompetepres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμιλλώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek
άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
προσαμιλλώμαι — άομαι, Α αμιλλώμαι με κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἁμιλλῶμαι «συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek
αθλεύω — ἀθλεύω (Α) 1. αγωνίζομαι για βραβείο, αμιλλώμαι, παλεύω, μάχομαι 2. αγωνίζομαι, υποφέρω για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλος, ἄθλον. ΠΑΡ. αρχ. ἄθλευμα] … Dictionary of Greek
αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία … Dictionary of Greek
αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] … Dictionary of Greek
αμιλλητικός — ἁμιλλητικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
αναμίλλητος — ἀναμίλλητος, ον (ΑΜ) [ἁμιλλῶμαι] αδιαφιλονίκητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
ανθρωραΐζομαι — ἀνθωραΐζομαι (Α) αμιλλώμαι με κάποιον άλλο για το ωραίο … Dictionary of Greek